- πηνίκ'
- πηνίκα , πηνίκαat what precise point of time? at what hour?indeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηνίκα — Α επίρρ. 1. σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο, πότε ακριβώς («πηνίκ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;», Αριστοφ.) 2. φρ. «πηνίκα μάλιστα;» τί ώρα περίπου είναι; (Πλάτ.) 3. φρ. «πηνίκ ἄττα;» κατά ποια ώρα περίπου; (Αριστοφ.) 4. αντί τού πότε; («πηνίκα πεύσεται … Dictionary of Greek